- επανδρως
- ἐπάνδρωςἐπ-άνδρωςмужественно
(ἀγωνίζεσθαι καὴ θνῄσκειν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγωνίζεσθαι καὴ θνῄσκειν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπάνδρως — ἔπανδρος manly adverbial ἔπανδρος manly masc/fem acc pl (doric) ἐπανδρόω make manly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπανδρος — ἔπανδρος, ον (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον ανδρικό, αρρενωπό παράστημα. επίρρ... ἐπάνδρως ανδρικά, γενναία, με ανδρικό… … Dictionary of Greek